κνέφας

κνέφας
κνέφας
Grammatical information: n.
Meaning: `evening dusk, dark, morning twilight' (Il., X.); on the inflection Schwyzer 514f.; second. nom. acc. κνέφος (H., Suid., Phot.; from κνέφους, -ει?).
Other forms: -αος, -ους etc.
Derivatives: κνεφαῖος `of the dusk, dark' (trag., com., Hippon.); κνεφάζω `get dark' (A. Ag. 131 [lyr.]).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Several hypotheses, all problematic. Often connected with the Indo-Iran. word for `night', Skt. kṣap-, Av. xšap- with Hitt. išpant- `id'), e.g. Petersen AmJPh 56, 57 (cross of *ξέπας or *κτέπας and νέφος). Others compared Lat. creper `dusk', crepusculum `id.' assuming Sabinic (evt. Etruscan) development. Not better Meillet BSL 23, 259f., Studia Indo-iranica for W. Geiger 234ff. and Grošelj Živa Ant. 2, 210f. - Rhyming is ψέφας, s. v.; cf. also δνόφος. The varying anlaut through taboo, Specht Ursprung 11. See Pok. 649), W.-Hofmann s. creper. The word is no doubt Pre-Greek, but the variation is not known from elsewhere.
Page in Frisk: 1,882

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • κνέφας — darkness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνέφαος — κνέφας darkness neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνέφους — κνέφας darkness neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνέφᾳ — κνέφας darkness neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДЕНЬ —    • Dies, ήμέρα          (ср. также Άφετοι ήμέραι, Афеты, II), означает и Д. естественный (naturalis), и Д. гражданский (civilis). Под первым разумеется время от восхода до заката солнца, а время от заката до восхода солнца называется ночью,… …   Реальный словарь классических древностей

  • CREPUSCULUM — a crepus, et hoc a Graeco κνέφας, caligo, indigitatur Papinio Statio, l. 10. Theb. v. 115. ubi de Somni aula, tenuis qui circuit aulam Invalidusque nitor: Ubi reponit Barthius, Nox humilisque nitor Ut dicat mixtam noctem et lucem, quo fiat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HORAE — I. HORAE Calabriae urbs. Curopalates. II. HORAE Iovisac Themidis filiae. Hesiod. in Theogonia, Δεὐτερον ἠγάγετο λιπαρην` Θέμιν, ἣ τέκεν Ω῞ρας, Ε᾿υνομίην τε, Δίκην τε, καὶ Ε᾿ιρήνην τεθαλυῖαν, Α῞ιτ᾿ ἔργ᾿ ὡρεύουςι καταθνητοῖςι βροτοῖςι. Orpheus non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… …   Dictionary of Greek

  • ακροκνέφαιος — ἀκροκνέφαιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά τη νύχτα, το σούρουπο, μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + κνεφαῖος < κνέφας «σκότος»] …   Dictionary of Greek

  • ακροκνεφής — ἀκροκνεφής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά την αυγή, το ξημέρωμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκροκνεφές το θαμποχάραμα, το θαμπόφεγγο, το μισόφωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + κνέφας «πρωινό λυκόφως, αυγή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”